χελιδωνιαίος

χελιδωνιαίος
-αία, -ον, θηλ. και -ος, Α
βλ. χελιδονιαῑος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χελιδονιαίος — και χελιδωνιαῑος, αία, ον, Α 1. όμοιος με χελιδόνι 2. φρ. «χελιδονιαῑος ἰχθῡς» το χελιδονόψαρο πάπ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, όνος + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”